σκληρότατα

σκληρότατα
σκληρός
hard
adverbial superl
σκληρός
hard
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκληροτάτας — σκληροτάτᾱς , σκληρός hard fem acc superl pl σκληροτάτᾱς , σκληρός hard fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… …   Dictionary of Greek

  • καθυγραίνω — (AM καθυγραίνω) [κάθυγρος] υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.) μσν. μέσ. καθυγραίνομαι σβήνω τη δίψα κάποιου αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”